- προτρέχουσα
- προτρέχωrun forwardpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] 1. τρέχω μπροστά από κάποιον άλλο 2. τρέχω πριν από κάποιον άλλο, τόν ξεπερνώ στο τρέξιμο («πολλοῑς ἡ γλῶττα προτρέχει τῆς διανοίας» σε πολλούς η γλώσσα τρέχει πιο μπροστά από το μυαλό τους, Ισοκρ.) νεοελλ. μτφ. βγάζω συμπεράσματα πιο … Dictionary of Greek